- τεταρτομερίτης
- τεταρτο-μερίτης [ῑ], ου, ὁ,A holder of a fourth share, PBaden 2.37 (ii B.C.), PRyl.261 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεταρτομερίτης — ὁ, Α ο κάτοχος τού ενός τεταρτημορίου ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτον + μέρος + επίθημα ίτης*] … Dictionary of Greek